- καταμπίσχουσιν
- κατά , ἀμφί-ἴσχωkeep backpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)κατά , ἀμφί-ἴσχωkeep backpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμπέχω — και καταμπίσχω (Α) 1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ. β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.) 2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες»,… … Dictionary of Greek